κρουσταίνω

κρουσταίνω
κρουσταίνω και κρουστιαίνω κρούστυνα και κρούστιανα, γίνομαι κρουστός, γίνομαι πυκνός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρουσταίνω — (I) [κρουστός] κρουστιαίνω. (II) [κρούστα] πιάνω κρούστα …   Dictionary of Greek

  • κρουστιαίνω — βλ. κρουσταίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”